- τσουκνίδα
- Πολυετής πόα, γνωστή επιστημονικά ως ουρτίκη η δίοικος. Φυτρώνει μόνη τους σε χέρσους τόπους, και στις άκρες των δρόμων, σε όλη την Ελλάδα, και ανήκει στην οικογένεια των ουρτικιδών (δικοτυλήδονα). Έχει ρίζωμα που έρπει και βλαστό όρθιο, τετραγωνικό, με φύλλα αντίθετα, ωοειδή-μυτερά, πριονωτά. Τα άνθη, μικρά και μονογενή, είναι πρασινωπά. Τα αρσενικά έχουν 4 στήμονες και περιγόνιο τετραμερές και τα θηλυκά τέσσερα σέπαλα. Το φυτό είναι γνωστό για τον κνησμό που προκαλεί μόλις το αγγίξει κανείς. Ο κνησμός οφείλεται στο γεγονός ότι τα φύλλα έχουν λεπτότατες τρίχες που μπαίνουν στην επιδερμίδα όπως μια βελόνα και, σπάζοντας στην κορυφή, εκρέουν ένα καυστικό υγρό που προκαλεί έντονη φαγούρα.
Εκτός από την ουρτίκη τη δίοικο, η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει τρία ακόμα είδη: τη σφαιριανθή, τη μεμβρανώδη και την καυστική.
Ανθισμένος βλαστός τσουκνίδας, πολυετούς πόας, γνωστός επιστημονικά ως ουρτίκη η δίοικος.
* * *και τσικνίδα, η, Νκοινή ονομασία τού γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών ούρτικα, τής οικογένειας ουρτικίδες ή κνιδίδες, τού οποίου τα εναέρια τμήματα φέρουν λεπτές κωνικές και κοίλες τρίχες που περιέχουν μυρμηκικό οξύ και προκαλούν τον χαρακτηριστικό έντονο κνησμό όταν έλθουν σε επαφή με το δέρμα ανθρώπου ή ζώου.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. κνίδη* «το φυτό τσουκνίδα», σχετικά, όμως, με τον τρόπο σχηματισμού τής λ. έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις, όπως η αναγωγή της σε τ. *ακανθο-κνίδη (< άκανθα + κνίδη) ή, κατ' άλλους, *κυνο-κνίδη (< κύων, κυνός + κνίδη), απ' όπου με συγκοπή *κυκνίδα και στη συνέχεια τσουκνίδα με τσιτακισμό και τροπή τού -υ- σε -ου-. Κατ' άλλους, τέλος, η λ. προήλθε από συμφυρμό τών τ. τσούχτρα και κνίδη].
Dictionary of Greek. 2013.